λιθοστρώτου

λιθοστρώτου
λιθόστρωτος
paved with stones
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστρωτήρ — καταστρωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταστρώννυμι] επιγρ. πλάκα τού λιθόστρωτου τής οδού …   Dictionary of Greek

  • κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω …   Dictionary of Greek

  • μεσάρα — Μεγάλη πεδιάδα της Κρήτης (μήκος 50 χλμ., πλάτος 7 χλμ.) στο νότιο τμήμα του νομού Ηρακλείου που εκτείνεται από το Τυμπάκι έως την Άνω Βιάννο. Περικλείεται από τα όρη Ίδη, Κόφινα και από το Λιβυκό πέλαγος. Σχηματίστηκε με τεκτονική καταβύθιση… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”